ἀπαράσυρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαράσυρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαράσυρτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπαράσερτος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παρασυρτὸς<παρασέρνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ σαρωθείς, ὁ μὴ σκουπισθείς: Τὸ σπίτι-τὸ ἁλώνι εἶναι ἀπαράσερτο. Ὁ στάβλος εἶναι ἀπαράσερτος. Συνών. ἀσάρωτος, ἀσκούπιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/