ἀπαρατήρητα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρατήρητα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπαρατήρητα ἐπίρρ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπαρατήρητος.

Σημασιολογία

Κατὰ τρόπον ὥστε νὰ μὴ παρατηρῆταί τι, ἀθεάτως: Ἡ γκάφα του πέρασε ἀπαρατήρητα. Ἀπαρατήρητα περνάει ἀπὸ τὴ γειτονιˬά μας. Ἡ γεˬορτή του πέρασε ἀπαρατήρητα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/