ἀπαρίου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρίου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαρίου Τσακων. Ἀόρ. ἀποάγκα, ἀπάγκα Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀρίκου.
Σημασιολογία
Φέρομαι κακῶς πρός τινα, ἀποστομώνω: Ἔντερι μ᾽ ἀποάντζε (αὐτὸς με ἀποπῆρε). Γιˬατσὶ ὶ ἔσσ’ ἀπαρίου; (διατί τὸν ἀποπαίρνεις;). Συνών. ἀπαρίου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA