ἀπαρίνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρίνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπαρίνη ἡ, Κέρκ. –Λεξ. Βάιγ. Περίδ. ἀπερίνα Σύμ. ἀπ’ρινεˬὰ ΠΓεννάδ. 34 –Λεξ. Βλαστ. 447 ἀπερουνεˬὰ Κυκλ. ἀπίρινα Ἄνδρ. ἀπιρινὲ Ἰκαρ. ἀbίρινας ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπέρανος Κέως ἀπίρανος Κύμ. ἀπούρανος Κρήτ. –ΠΓεννάδ. 34 ἀμπερινὲς Σκῦρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπαρίνη. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 217 καὶ Λαογρ. 10 (1929/30) 199.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν γάλλιον ἡ ἀπαρίνη (gallium aparine) τῆς τάξεως τῶν ἐρυθροδανωδῶν (rubiaceae) Κέρκ. -Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Συνών. κολλητσίδα. 2) Τὸ ὅμοιον φυτὸν ἄκανθα ἡ ἀκανθώδης (acanthi spincsus) τῆς τάξεως τῶν ἀκανθωδῶν (acanthaceae) Ἄνδρ. Ἰκαρ. Κέως Κρήτ. Κυκλ. Κύμ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σκῦρ. –ΠΓεννάδ. 34 –Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βλαστ. || ᾎσμ. Εἶδα σε κιˬ ὁ νοῦς μὀίνη | χάλαρο μὲ τσ᾿ ἀbιρίνοι (μὀίνη=μοῦ ἐγίνη, χάλαρο=παλα͜ιοχώραφο) Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA