ἀπαρνησιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρνησιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπαρνησιˬὰ ἡ, ΚΠαλαμ. Κύκλ. τετράστ. 111 –Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπαρνε͜ιέμαι.

Σημασιολογία

Ἄρνησις, ἐγκατάλειψις ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Σὰ χτυπημένο εἶσαι πουλλὶ ’ς τοῦ κυνηγοῦ τὸ χέρι καὶ σὲ σπαράζ’ ἡ ἀπαρνησιˬὰ καὶ λε͜ιώνεις, νεκροκέρι ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/