ἄπαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄπαρος ἐπίθ. Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. παρᾶς.

Σημασιολογία

Ὁ στερούμενος χρημάτων, ἁχρήματος. Συνών. ἀδέκαρος, ἀναπαραδιˬάρις, ἀνάργυρος, ἀπένταρος, ἄφραγκος, ἄψιλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/