ἀπαρρωστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρρωστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαρρωστῶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀρρωστῶ.

Σημασιολογία

Παύω νὰ εἶμαι ἄρρωστος, ἀναρρωννύω ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἄρρωστον ἐπερρώστεσεν κιˬ ἄλλεν καλὴν ἐπῆρεν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναλαβαίνω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/