ἀπαρτία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαρτία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπαρτία ἡ, λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπαρτία.
Σημασιολογία
Ὁ ἀπαιτούμενος ἀριθμὸς προσώπων προς λῆψιν ἐγκύρων ἀποφάσεων ἐν συνεδρίᾳ νομικοῦ προσώπου δημοσίου ἢ ἰδιωτικοῦ δικαίου: Δὲν ἦταν ἀπαρτία ᾿ς τὴ συνεδρίασι. Ἡ κυβέρνησι ἔχει τὴν ἀπαρτία (τὸν ἀπαιτούμενον ἀριθμὸν βουλευτῶν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA