ἀπαρχάρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαρχάρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαρχάρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.)

Ετυμολογία

ἀπαρχάρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.)

Σημασιολογία

Ὁ μὴ διελθὼν τὸ θέρος εἰς παρχάρι (θερινὴν διαμονὴν ἢ νομήν), ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ποιμνίων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/