ἀάσσου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀάσσου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀάσσου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Κόπτω, ἐπὶ μαχαίρας: Ἔνταϊ ἁ μαχαίρα ὤι ἀάσσα (αὐτὸ τὸ μαχαίρι δὲν κόβει). 2) Εἶμαι καλῆς ποιότητος, ἐπὶ κρέατος: Τὸ κρίε εἶναι ἀάσσουντα (τὸ κρέας εἶναι παχύ, ἀξίζει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA