ἀπαστούρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαστούρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαστούρωτος ἐπίθ. Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παστουρωτὸς<παστουρώνω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου οἱ πόδες δὲν ἔχουν συνδεθῆ, ἐπὶ κτηνῶν: Ἀπαστούρωτη τὴν ἄφησε τὴ γίδα. Συνών. ἀπεδίκλωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/