ἄπατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄπατα ἐπίρρ σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπατος.
Σημασιολογία
Εἰς μέγα βάθος, βαθέως ὅπου δὲν ὑπάρχει πυθμήν, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης σύνηθ.: Φρ. ᾿Επῆγε ἄπατα (ἐβυθίσθη καὶ μεταφ. ἀπώλετο) σύνηθ. Εἶναι ἄπατα (ὡς ναυτικὸς ὅρ., ὅταν ἡ βολὶς δὲν εὑρίσκῃ τὸν πυθμένα) Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἄβαθα ΙΙ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA