ἀπατὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπατὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπατὰ ἐπίρρ. Βιθυν. Ἰων. (Κρήν.) Σύμ. Χίος ἄπατα Χίος (Καρδάμ.) ’πατὰ Ἰων. (Κρήν.) Χίος κ.ἀ. ταπετοῦ Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀπατά. Τὸ ταπετοῦ ἐκ τῆς ἐνάρθρου συνεκφορᾶς τ᾽ ἀπετοῦ, καθὼς καὶ τ’ ἀνάσκελα-τανάσκελα, τ᾽ ἄνω-τάνου, τ᾿ ἀπάνω-ταπάνω κττ.
Σημασιολογία
1) Ἀκριβῶς, πολλάκις δὶς ἐπαναλαμβανόμενον πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημ. καὶ ἕνεκα τούτου ἐνίοτε καὶ ὡς μία λ. ἐκφερόμενον ’Ιων. (Κρήν) Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.): ’Εθ-θυμοῦμαι τον, γιˬέ μου, τσ᾿ ἦτον ἀπατὰ ’πατὰ σὰν ἐτοῦτον Χίος. Ἔκαμα εἴκοσι κιλὰ ἄπατα Καρδάμ. ᾽Επῆες εἰς τὸ μέρος ποῦ ’δώτσες ἐχτὲς τὸν λόον σου ὅτι ᾽ὰ πάς; - Ἀπατά, δὲ ποῦ ’ὲν τὸ πέρασεν γιˬὰ κατατσυρίου ὁ νοῦς μου! Χίος Ὁ δεῖνα εἶναι ἀπατὰ ’πατὰ σὰν ἐσένα Κρήν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Φλώρ. καὶ Πλάτζια Φλώρ στ. 589 (ἔκδ. Hesseling) «κ’ ἐγὼ ποθῶ τὰ Φλώρια ὡς ἀπατὰ ἐμένα». β) Ὅπως, καθὼς Σύμ.: Κάμνει ἀπατὰ μωρό. Τὴν ἔπαθε κιˬ αὐτὸς ἀπατὰ τὸν Κώστα. Εἶναι-ν-ἀπατὰ κ’ ἐμένα Ἀπατὰ σοῦ (καθὼς σύ). 2) Μόλις ὀλίγον ἢ διόλου Χίος: ἀπατὰ ’πατὰ τοῦ μο͜ιάζει. 3) ᾽Επίτηδες Βιθυν. Ἤπ. (Χουλιαρ.): Ἀπατὰ ἦρτε καὶ μοῦ τό ᾽πε-μὲ ηὗρε Βιθυν. Ταπετοῦ ἦρθε Χουλιαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA