ἀπάτη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάτη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπάτη ἡ, λόγ. κοιν. ἀπατιˬὰ Βιθυν. (Προῦσ.) ἀπάτι τό, Κεφαλλ. Παξ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπάτη.
Σημασιολογία
1) Δόλος, πανουργία κοιν.: Πάει ὅλο μὲ ἀπάτη αὐτὸς (εἶναι δόλιος) κοιν. Αὐτὸ τὸ ἀπάτι δὲν τὸ περίμενα ’πὸ τὸ δεῖνα Παξ. Τὸ κατάλαβα τὸ ἀπάτι ποῦ μοῦ ’καμε Κεφαλλ. || ᾎσμ. Ἐν-νὰ ’ενῶ μιˬὰ μερσινεˬὰ ’πάνω ’ς τὸ σταμνοστάτην νά ᾿ρκεσαι νὰ μυρίζεσαι καὶ νὰ σοῦ κάμ’ ἀπάτην Κύπρ. – Ποίημ. Σὰν ἀλλαργεύουν ἀπὸ μὲ γεμᾶτοι τρόμο οἱ γάττοι θαρῶντας ποῦ ἀπαντήθηκαν μὲ φοβερὸ διˬαβάτη, ἂς ἦταν, Θέ μου, δυνατὸ νἀ βγοῦνε ἀπ᾿ τὴν ἀπάτη ΖΠαπαντ. ἐν Ἀνθολ. Η ’Αποστολιδ. 333. β) Μετων. ὁ πανοῦργος, δόλιος ἄνθρωπος Ἀθῆν. Πειρ.: Αὐτός εἶναι μεγάλη ἀπάτη. Φύγε ἀπεδῶ, ἀπάτη! Ἀθῆν. 2) Παιδιὰ παιζομένη κατὰ σεληνοφώτιστον νύκτα ὑπὸ ὀκτὼ ἢ περισσοτέρων παίδων, καθ’ ἣν εἷς κληρούμενος κάθηται ἔχων τὰ νῶτα ἐστραμμένα πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ βλέπων πρὸς τὴν γῆν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι παραμορφούμενοι διέρχονται ὄπισθέν του, ὥστε ἐκεῖνος νὰ βλέπῃ μόνον τὴν σκιάν τῶν· ὁ ἀναγνωρισθεὶς ἐκ τῆς σκιᾶς καταλαμβάνει τὴν θέσιν τοῦ ἀναγνωρίσαντος καθημένου παιδίου Θεσσ. (Καρδίτσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA