ἀπάτης (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπάτης (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπάτης ὁ, (Ι) Ζάκ. Θήρ. Κύπρ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπάτη.

Σημασιολογία

Ἀπατεὼν ἔνθ’ ἀν.: Φαίνεται ἀπάτης Θήρ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπάτης, γιˬατὶ μοῦ ’κλεψε τὰ σταφύλιˬα Ρόδ. Συνών. ἀπατεῶνας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/