ἄπατος (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπατος (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπατος (Ι) ἐπίθ. κοιν. ἄπατους βόρ. ἰδιώμ. Οὐσ. ἄπατο τό, ἐνιαχ. ἄπατου Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. πάτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων πάτον, πυθμένα, ἤτοι βαθύτατος, ἰδίως ἐπὶ θαλάσσης, λίμνης κττ. κοιν.: Ἄπατη θάλασσα-λίμνη. Ἄπατα νερὰ κοιν. Ἄπατο ποτάμι σύνηθ. Ἄπατους ποῦντους (γούρνα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἄπατα βάθη Θρᾴκ. (Τζετ.) Τοὺ καράβι βούλιˬαξι σὶ ἄπατα νιρὰ Σκόπ. Ὅπου κιˬ ἂν πέσ’, ἀνοι᾿ λάκκουμα ἄπατου Στερελλ. (Ἀράχ.) || Φρ. Ἔπεσε ’ς τ’ ἄπατα νερά (ἐπὶ περιπλοκῆς ὑποθέσεώς τινος) Μεγίστ. Μπρὸς βαθὺ κὶ πίσου ἄπατου (μεταξὺ δύο κακῶν. Συνών. φρ. μπρὸς βαθὺ καὶ πίσω ρέμα) Στερελλ. (Εὐρυταν. κ.ἀ.) || Ποίημ. Μην ἔξαφνα ἐλύσσαξε τὸ ἄπατο κανάλι καὶ μέσ’ ’ς τὴ λίμνη ἐχύθηκε νὰ ρθῇ νὰ μᾶς ξεβγάλῃ; ΚΠαλαμ. Τραγούδ. πατρ. 32. Συνών. ἄβαθος ΙΙ, ἀπάτωτος 2, ἀντίθ. ρηχός. β) Ὁ εἰς μέγα βάθος ἐξικνούμενος, ἐπὶ ἐδάφους Ἀθῆν. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μάν.: Ἄπατα χώματα Ζαγόρ. Ἔσκαψα καὶ ηὗρα ἄπατο χῶμα Μάν. Δὲ μπορεῖς νὰ θεμελιˬώσῃς σπίτι ἐκεῖ, τὰ χώματα εἶναι ἄπατα Ἀθῆν. Συνών. βαθύς, ἀντίθ. ρηχός. γ) Ὁ ἀτάκτως ἐρριμμένος, ἄτακτος Ἤπ.: Ὅλα τὰ ἔκαμε ἄπατα (ἄνω κάτω). Συνών. ἀκατάστατος Ιβ. δ) Τὸ οὐδ. οὐσ., τὸ λίαν βαθύ, τὸ ἀπύθμενον μέρος ἐνιαχ.: Τῆς γῆς τ᾿ ἄπατα Λεξ. Βλαστ. 377. ’Σ τ᾿ ἄπατα τ᾿ς γῆς θὰ τοὺ βρῇς αὐτὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θὰ τοὺν ρίξου ’ς τ᾽ ἄπατου (εἰς μέρος ὁπόθεν δὲν δύναται νὰ ἐξέλθῃ) Ἤπ. Ἄπατου νὰ γέ’! (ἀρὰ) αὐτόθ. Δυὸ σακαφλόρες... ἔβγαιναν τώρᾳ μ’ ὅλα τὰ παννιˬὰ ’ς τ’ ἀνοιχτὰ καὶ ’ς τ’ ἄπατα ΚΧρηστομ. Κερέν. Κούκλ. 45. 2) Μεταφ. ἄπειρος, ἀμέτρητος, ἀναρίθμητος Βιθυν. Ἤπ. (Χουλιαρ.) Προπ. (Κύζ.) Σῦρ.: Ἔχει γρόσιˬα ἄπατα Κύζ. Ἔ’ ἄπατα χρήματα Χουλιαρ. ’Κεῖνα πὄπαθα ᾿γὼ ’φέτο ἄπατα εἶν᾿ Βιθυν. Μόδιˬα καὶ ἄπατα! (εὐχή, ἤτοι μόδια καὶ μόδια ἄπατα) Κύζ. || Φρ. Ἄπατα λέει (λέγει πολλὰ καὶ ἄτοπα) Σῦρ. Συνών. ἀλογάριˬαστος Α1β, ἀλόγιˬαστος 2, ἀμέτρητος 2, ἀναρίθμητος 1. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἄπατη Τρῦπα καὶ τοπων. Εὔβ. (Στρόπον.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA