ἀπάτωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάτωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπάτωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπάτουτους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πατωτὸς<πατώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ πατωμένος, ὁ μὴ ἔχων πάτωμα, ἐπὶ οἰκημάτων, σύνηθ.: Σπίτι-μαγαζὶ-ὑπόγειο ἀπάτωτο. || ᾎσμ. Πουλεῖ καὶ σπίτι ἀπάτωτο καὶ σπίτιˬα πατωμένα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) 2) Ὁ μὴ ἔχων πάτον, ἀπύθμενος Μακεδ. –Λεξ. Πρω. Συνών. ἄβαθος ΙΙ, ἄπατος (Ι) 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA