ἀπαφίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαφίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαφίνω Θρᾴκ. (Καλαμ. Σηλυβρ.) Κέρκ. Πελοπν. (Λακων.) ἀπαφίνου Θρᾴκ. (Κομοτ.) Μακεδ. (Πάγγ.) ἀπσαφίν-νω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀαφίν-νω Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) ᾿παφίνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) ’ποφίνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἐπαφίνω Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπαφίνω.

Σημασιολογία

1) Ἀφίνω, ἐγκαταλείπω Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Σκοπ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Κέρκ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.): Αὐτὴ πέθανε κιˬ ἀπάφησε περιουσία πολλὴ Λακων. Δῶσ’ μου τὸ dουφέκι νὰ μὴ βρεθῇ ᾿ς τὰ χέριˬα σου. Κιˬ ὁ Κούρκουπος ὑπάκουσε, τοῦ ἀπάφησε τὸ ὅπλο (ἐκ διηγ.) Κέρκ. Σ’ ἀπσαφίν-νω Μπόβ. Τὴν ἀπαφημένη θὰ πάρῃς; (τὴν ὑπ᾽ ἄλλου μνηστῆρος ἐγκαταλειφθεῖσαν) Λακων. Ἡ σημ. καὶ ἐν Πεντατεύχ. (ἔκδ. Hesseling) Ἔξοδ. 23,11 «νὰ τὴν ἀπαφήσῃς καὶ νὰ τὴν ξαπολύσῃς». 2) Δίδω τὰς τελευταίας ἐντολάς μου, παραγγέλλω, ἐντέλλομαι Θρᾴκ. (Καλαμ. Κομοτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Μακεδ. (Πάγγ.): Τί μὲ ’παφίνεις, σὰν νὰ πεθαίνῃς; Σαρεκκλ. Μὲ ’ποφῆκε ὁ πατέρας μου νὰ χαρίσω ᾿ς τὸν δεῖνα τὰ χίλιˬα γρόσιˬα ποῦ ’χε νὰ τοῦ δίδῃ αὐτόθ. Ἀπαφῆκι νὰ μὴ φορέσ’νε μαῦρα τὰ παιδιˬά τ’ Σηλυβρ. Σ’ ἀπάφ’κε ὁ πατέρας σου ὅτι μ᾽ ἔδωκε τὸ δεῖνα πρᾶμα ἐνέχυρο; Καλαμ. Ἀπαφῆκι νὰ τ’ βάλ’ν τὰ καλά τ’ τὰ ροῦχα Κομοτ. Ἔτσ᾽ μ᾽ ἀπαφῆκι ἰγὼ νὰ τοὺν κάμου τὰ ὑστιρ’νὰ Πάγγ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/