ἀπαχπάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαχπάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαχπάνω Πόντ. (Σάντ. Σούρμ. Χαλδ.) ἀποχπάνω Πόντ. (Σούρμ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀχπάνω.
Σημασιολογία
1) Ἐκσπῶ, ἐκβάλλω πρόρριζον, ἐκριζώνω Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔσυρεν κ’ ἐπέχπασεν τὸ δένδρον ἀσ’ σὴ ρίζαν ἀθες Χαλδ. ᾿Επέχπασεν τὸ φυτὸν σύρριζα Τραπ. Συνών. ἀχπάνω, ξερριζώνω. 2) Ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι, ἀποχωρίζομαι Πόντ. (Σούρμ.): Ἀσ᾿ σὸ παιδὶ μὴ ἀποχπάνῃς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA