ἀπεδίκλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεδίκλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπεδίκλωτος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἀπιδίκλουτους Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) ἀπερδίκλωτος Λεξ. Δημητρ. ἀπιρδίκλουτους Μακεδ. (Χαλκιδ.) ἀπεδούκλωτος Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) Σῦρ. –Λεξ. Αἰν. ἀπερδούκλωτος Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πεδικλωτὸς<πεδικλώνω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος εἰς τοῦ ὁποίου τοὺς πόδας δὲν ἐδέθησαν πέδαι ἢ ποδοκάκη, ἐπὶ ζῴου ἔνθ’ ἀν.: Εἶν᾿ ἀπιδίκλουτου τοὺ ζῷ Χαλκιδ. Συνών. ἀπαστούρωτος, ἀπέδιστος. 2) Ὁ μὴ περιπλακεὶς Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) Συνών. ἀμπέρδευτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/