γυφτόσπιτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτόσπιτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτόσπιτο τό, σύνηθ. γυφτόσπιτου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ σπίτι.

Σημασιολογία

1) Οἰκία εὐτελής, πτωχικὴ καὶ ἀκάθαρτος σύνηθ: Τί εὐχαρίστηση βρίσκεις καὶ κάθεσαι μέσα ᾿ς αὐτὸ τὸ γυφτόσπιτο; σύνηθ. || Φρ. Νὰ σὲ δῶ ᾿ς τὸ γυφτόσπιτου νὰ κάτσ᾿ς! (ἀρὰ) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Συνών. βρωμόσπιτο 1, γυφτοκάλυβο 2, γυφτοκόνακο 1β. 2) Μεταφ. οἰκογένεια ἄνευ ἠθικῶν ἀρχῶν Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Χώρα Τριφυλ.) : Ἄλλοτε νὰ μὴν ἔχῃς σκέση μ᾿ αὐτὸ τὸ γυφτόσπιτο Χώρα Τριφυλ. Συνών. βρωμόσπιτο 2, παλιˬόσπιτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/