γυφτοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυφτοσύνη ἡ, Ρόδ. κ.ἀ. - Χ. Χρηστοβασ., Ν. Ἑστ. 18 (1935), 849 γυφτουσύ᾿ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἰδιότης τοῦ γύφτου, ἡ ἀπρεπὴς συμπεριφορὰ ἔνθ᾿ ἀν.: Μόνο μιˬὰ Ρωμιˬὰ γυναῖκα θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βαφτίσῃ ᾿ς τὴν ἀγάπη της, νὰ τοῦ βγάλῃ τὴ γυφτοσύνη ἀπὸ πάνω του, νὰ τὸν ξεγυφτίσῃ Χ. Χριστοβασ., ᾿ένθ᾿ ἀν. 2) Ἡ φιλαργυρία Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ρόδ. κ.ἀ. Συνών. γυφτιˬὰ 4γ, τσιγκουνιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/