ἀπεδῶ-ἄρτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεδῶ-ἄρτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπεδῶ-ἄρτι ἐπίρρ. ἀπεδάρτε Τσακων. ἀπάδαρτε Σύμ. ἀπάαρτε Σύμ. ἀπάαρτ’ Σύμ. ἀπάρτε Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιρρ. ἀπεδῶ καὶ ἄρτι. Πβ. καὶ μεσν. ἀποδάρτε ἐν Χρον. Μορ. Η 2731 (ἔκδ. JSchmitt) «ἐγὼ ἀποδάρτε ἐπλήρωσα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς μου».
Σημασιολογία
Ἀπὸ τοῦδε, ἀπό τώρα ἔνθ’ ἀν.: Ἀπάαρτ᾿ ᾽ὰ π-πέσουμεν (ἀπὸ τώρᾳ θὰ κοιμηθῶμεν) Σύμ. || Φρ. Ἀπάδαρτε καὶ νὰ πάῃ (ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA