ἀπεδῶθε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεδῶθε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπεδῶθε ἐπίρρ. κοιν. ἀπιδῶθι Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) ἀποδῶθε Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀπουδῶθι Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποδῶτθε Νίσυρ. ἀπῶτ-τε Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποδώθενε Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀποδώθενες Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κλουτσινοχ.) ᾿πιδῶθι Μακεδ. (Βελβ.) ᾿ποδῶθ-θεν Κύπρ. ᾿ποδῶθ-θε Κύπρ. ᾿ποδῶτ-τε Κύπρ. ’ποδάθ-θε Κύπρ. ᾽ποδάτ-τε Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπεδῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -θε.
Σημασιολογία
1) Τοπικῶς ἐπὶ κινήσεως ἐκ τόπου, ἐκ τούτου τοῦ μέρους, ἐντεῦθεν κοιν.: Ἀποδῶθε ἐδιˬαβήκανε Κεφαλλ. Ἀποδῶθε δὲ θὰ κουνιστῆτε αὐτόθ. Ἀποδώθενες τὸ βουνὸ Ἀρκαδ. Φουνάζου ᾽γὼ ἀπουδῶθι, ἀντικρέ᾿ αὐτὸς ἀπουπέρα (ἀντικρέ’=ἀποκρίνεται, ἀπαντᾷ) Αἰτωλ. Συνών. ἀπεδῶ 1. β) Μετὰ προσωπικῆς ἀντων. δεικτικῶς Καλαβρ. (Μπόβ.): ᾿Εgὼ ἀπῶτ-τε (ἐγὼ ἀπεδῶ). Συνών. ἀπεδῶ 1β. γ) Ἐπὶ κινήσεως εἰς τόπον, πρὸς τὰ ἐδῶ Κύπρ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ.): Ἤμαστεν ᾽ποτεῖθ-θεν ’ς τοῦ δεῖνα ταὶ τώρᾳ ἐρκούμαστεν ᾿ποδῶθ-θεν Κύπρ. Ἀποδώθενες πῆγε (πρὸς τὰ ἐδῶ) Κλουτσινοχ. δ) Ἐπὶ στάσεως ἐν τόπῳ, εἰς τοῦτο τὸ μέρος Κύπρ.: Ἔφηκεν τὸ ἄλογόν του ᾿ποδῶτ-τε. 2) Χρονικῶς, ἀπὸ τοῦδε, ἐντεῦθεν Καλαβρ. (Μπόβ.): ᾽Απῶτ-τε ἄḍḍε τρεῖς ἡμέρε (μετὰ τρεῖς ἡμέρας). Συνών. ἀπεδῶ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA