γυφτόχωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτόχωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυφτόχωμα τό, ἐνιαχ. γυφτόχουμα Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ χῶμα.

Σημασιολογία

Εἶδος κιτρινωπῆς, μαλακῆς καὶ ἀγόνου γῆς ἔνθ᾿ ἀν. Πβ. γυφτοχώραφο Συνών. ἀλεπογῆ, ἀλεπόχωμα, γλίνα 5, γλινόχωμα 1, καγιˬᾶς, κιμιλιˬά, μελίστρα, μελίτσα, μπουτζόχι, σουμελόχωμα, χαβάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/