γύψωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύψωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γύψωμα τό, ἐνιαχ. ᾿υψωμα Ὀθων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυψώνω.

Σημασιολογία

1) Ἡ διὰ γύψου ἐπάλειψις ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ὁ γύψος 1β, ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲ bορεῖ νὰ κινήσῃ τὸ χέρι του, ἔχει ᾿ύψωμα Ὀθων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/