γωνιˬάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γωνιˬάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γωνιˬάλι τό, Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γωνιˬὰ διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άλι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ., 8 κἑξ.

Σημασιολογία

Τὸ ἄκρον, ἡ γωνία τοῦ ἄρτου: Ἐγὼ θέλω γωνιˬάλι. Κόψε μου ψωμὶ γωνιˬάλι. Συνών. ἀγκωνὴ 5, γωνιˬὰ 4, γωνιˬάδα, γωνιˬάδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/