γωνιˬολίθαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬολίθαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γωνιˬολίθαρο τό, ἐνιαχ. γουνουλίθαρου Στερελλ. ( Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀρτοτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γωνιˬὰ καὶ λιθάρι.
Σημασιολογία
Ἑκάστη τῶν λιθίνων πλακῶν, αἱ ὁποῖαι στερεοῦνται ἡμικυκλικῶς εἰς τὸν πρὸ τῆς ἑστίας χῶρον, διὰ νὰ συγκρατοῦν τὰ ξύλα, τὰ κάρβουνα καὶ τὴν τέφραν ἔνθ᾿ ἀν. : Βγῆκι τοὺ γουνουλίθαρου κὶ δὲ στέκουντι τὰ ξύλα ᾿ς τ᾿ γουνιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. γωνιˬολίθι 2, γωνιˬόπλακα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA