γωνιˬόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γωνιˬόξυλο τό, ἐνιαχ. γωνόξυλο Ζάκ. (Κερ.) γουνόξυλου Μακεδ. (Πάγγ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βωνιˬόξυλο Ρόδ. γωνιˬόξυλος ὁ, Βιθυν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γωνιˬὰ καὶ ξύλο.
Σημασιολογία
1) Ἕκαστον ἐκ τῶν κυρτῶν ξύλων, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τῆν βάσιν τῆς γωνιˬᾶς, ἤτοι τῆς ἑστίας, κατασκευαζομένης κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον: Ταῦτα στηρίζονται ἐπὶ τῶν δοκῶν τοῦ πατώματος καὶ περὶ τὸ μέσον αὐτοῦ, τιθέμενα δὲ τὸ ἓν πλησίον τοῦ ἄλλου, καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς καμπύλης ἐστραμμένον πρὸς τὰ ἄνω σχηματίζουν κοιλότητα· αὕτη πληροῦται ἄμμου καὶ ἐπιστρώνεται διὰ λιθίνων πλακῶν, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἀνάπτεται τὸ πῦρ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) 2) Τὸ ξύλον, ἡ σανὶς ἡ χωρίζουσα τὴν ἑστίαν ἀπὸ τὸν λοιπὸν χῶρον τοῦ δωματίου Ρόδ. 3) Τὸ παρὰ τὴν ἑστίαν σκαμνίον Ζάκ. (Κερ.): Πῆγε κ᾿ ἔρριξε τὸ γωνόξυλο ᾿ς τὴ φωτιˬὰ καὶ κάηκε. 4) Μεταφ., ὁ ἠλίθιος Βιθυν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA