γωνιˬόπετρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γωνιˬόπετρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γωνιˬόπετρα ἡ, ἐνιαχ. γουνιˬόπιτρα Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γωνιˬὰ καὶ πέτρα.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος. Συνών. ἀγκωνάρι 2. Πβ. γωνιˬὰ 9. 2) Μεταφ., ἡ προὶξ εὐμαρείας ἐνιαχ.: Βρὲ ἀχμά᾿, π᾿ σὲ γυρεύγαν νύφις οὕλου γουνιˬόπιτρις, τσὶ σὺ πῆγις ᾿ὰ μ᾿ κ᾿βανή᾿ς τοὺ γυμνουπού᾿ ἔδιˬου (ἁχμάκης = βλάξ, γυμνουπού᾿= γυμνοπούλλι, μεταφ. κόρη ἐνδεεστάτη) Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA