γῶπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γῶπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γῶπα ἡ, βῶπα Ἀντίπαξ. Ἀπουλ. (Στερνατ. Τσολλῖν.) Ἐρεικ. Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Μάν. Πραστ.) βῶπ-πα Κύπρ. ᾿ῶπα Ἀπουλ. (Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Γαλλικ.) βοῦπα Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) - Λεξ. Περ. βοῦπ-πα Κύπρ. γῶπα κοιν. γῶπ-πα Ρόδ. γῶπ-α Λερ. Μεγίστ. Νίσυρ. Σύμ. γοῦπα σύνηθ. γοῦπ-πα Χάλκ. γοῦπ-α Ἀστυπ. Κάρπ. Κάσ. Κουφονὴσ. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Σίφν. Σύμ. κ.ἀ. ᾿οῦπα Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κωμιακ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. βοῦπα καὶ γοῦπα, τὸ ὑπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βώξ. Οἱ τὐπ. βοῦπα καἰ γοῦπα καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἰχθὺς Βόοψ ἡ βόοψ (Boops boops) τῆς οἰκογ. τῶν Σπαριδῶν (Sparidae) κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Μαρτ. Στερνάτ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Γαλλικ.) : Μικρὴ - μεγάλη - φρέσκιˬα - βραστὴ - τηγανητὴ - ψητὴ γῶπα. Ἡ γῶπα βραστὴ κάνει τὴν καλύτερη σούπα κοιν. Τηγανίζει γοῦπες Μέγαρ. Τοὺ ἁπλάδ᾿ πιˬάν᾿ ἀφρόψαρα, γῶπα, σαφρίδιˬα, κουλιˬοὺς (ἁπλάδι = εἶδος δικτύου) Εὔβ. (Λιχάς) Ἔχουμε καὶ βωπόδιχτα γιὰ βῶπες καὶ μελανουρόδιχτα γιˬὰ μελανούριˬα Ἐρεικ. Συχνιˬοπαίρνεις τσι τσὶ ᾿οῦπες· ᾿ἀρέσουσί σου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μόνο γ-γοῦπ-ες ἤφερεν ἡ τράτ-α Κῶς (Καρδάμ.) Ὄμορφησ-σοῦπ-αμ bοὺ κάμνει ἡ γοῦπ-α βραστή! (ὄμορφην = εὔγεστον) αὐτόθ. Ἔμ᾿ παά, σὰν τήβ-βῶπ-παν (ἐπὶ γυναικός, εἶναι παχεῖα ὡς ἡ γῶπα) Κύπρ. ᾿ῶπα φρυμ-μένη (γῶπα τηγανισμένη) Μαρτ. || ᾌσμ. Νά ᾿ταν ἡ θάλασσα κρασὶ καὶ τὸ καράβι κοῦπα καὶ τὸ πουλλί, ὁπ᾿ ἀγαπῶ, τηανισμένη γοῦπα Θήρ. Θαλασσινὸ bαρbούνι μου κιˬ ὀλόχρυσή μου βοῦπα, κοdὸ νὰ στέκετ᾿ ἡ φιλιˬὰ κιˬ ὁ λόγος, ἁποῦ σοῦ ᾿πα; (κοdὸ = ἄραγε) Κρήτ. Συνών. γιˬαλίτης 2, μπουρούκιˬο, σκατζογωπί 2) Μεταφ., ὑπόλειμμα σιγαρέτου σύνηθ. : Μαζεύει γῶπες ἀποχάμου καὶ τὶς καπνίζει Ἀθῆν. Συνών. ἀποτσὶγαρο, μαρίδα, τσιπούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/