δάγκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάγκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δάγκα ἡ, Ἤπ. (Δρόβιαν. Παλάσ.) Πελοπν. (Κόρινθ.) δάgα Ἤπ. (Μαργαρίτ. Χιμάρ.) Παξ. δάνgα Κουφονήσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαγκάνω καθ᾿ ὑποχωρητικὸν σχηματισμόν. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 76.
Σημασιολογία
1) Τὸ δάγκωμα Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Πελοπν. (Κόρινθ.): Μοῦ ᾿δωσε μιˬὰ δάγκα ᾿ς τὸ χέρι καὶ μὲ ᾿μάτωσε Κόρινθ. Τὸν ἔπιˬακε καὶ τὄδωκε μιˬὰ δάgα Μαργαρίτ. Πετάζεται μιˬὰ μαρμάgα καὶ τοῦ ᾿κανε μιˬὰ δάgα ᾿ς τὸ δέο τὸ δάχτ᾿λο (μαρμάgα= εἶδος δηλητηριώδους ἀράχνης) αὑτόθ. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 1. 2) Τὸ κέντρον τοῦ σκορπιοῦ Κουφονήσ. Ἡ δάνgα τοῦ σκορπιˬοῦ 3) Ἡ ποσότης τροφῆς, ὅσην δύνανται νὰ κόψουν ἐφάπαξ οἱ ὀδόντες Ἤπ. (Δρόβιαν. Παλάσ. Χιμάρ.) Παξ.: Νό μου μιˬὰ δάgα ψωμὶ Χιμάρ. Δὲν ἔχω δάgα ψωμὶ Παξ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαμασιˬὰ 2. Πβ. τὸ Βυζαντ. συνών. δῆγμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA