δαγκαματίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκαματίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαγκαματίδι τό, ἐνιαχ. δαgαματίδι Ἐρεικ. Κρήτ. (Κίσ. Ζερβιαν. κ.ἀ.) Ὀθων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάγκαμα καὶ τῆς καταλ. -ίδι. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 18 (1916- 1917), 168. Β. Φάβη, Ἀθηνᾶ 45 (1933), 359.
Σημασιολογία
Τὸ μεγάλο δάγκωμα ἔνθ᾿ ἀν.: Τό ᾿πιˬακε τὸ παιδὶ καὶ τό ᾿βαλε κάτου καὶ τοῦ ᾿δωκ᾿ ἕνα δαgαματίδι ᾿ς τὴ βεδρὰ του καὶ πῆε νὰ dὸ φάῃ (βεδρὰ = μέση) Ἐρεικ. Τὸν ἔπιˬακε καὶ τὸν ἔβαλε τέλε͜ια κατὰ ᾿ῆς καὶ τοῦ ᾿δωκε κ᾿ ἕνα δαgαματίδι ᾿ς τὴ bλάτη, ποὺ τ᾿ ἄφηκε σημάδι Ὀθων. Ἔθεκε dου ὁ γάιδαρος ἕνα δαgαματίδι ᾿ς τὴ χέρα κ᾿ ἐκούλλανέ dονε Κίσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA