δαγκανίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκανίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαγκανίδι τό, ἐνιαχ. δαgανίδι Κρήτ. (Ἀνατολ. Σφακ. κ.ἀ.) δακανίδι Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαγκάνω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίδι, περὶ τῆς ὁποίας βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 18 (1916/17), 168 κἑξ καὶ Β. Φάβην εἰς Ἀθηνᾶ 45 (1983), 359.

Σημασιολογία

1) Ἰσχυρὸν δάγκαμα Κρήτ. (Ἀνατολ. Ρέθυμν. κ.ἀ.): Νὰ σοῦ τὸ παίξῃ θέλει τὸ δακανίδι καὶ θὰ σὲ ξυπνήσῃ μὰ τὸ Θό! Κρήτ. 2) Ἐλαφρὸν δάγκαμα Κρήτ. (Σφακ.): Καὶ μοῦ χύθηκενε κ᾿ ἡ χατζῖνα, γιˬατὶ θὰ θάρεινε πὼς ἤμου gλέφτης, κιˬ ἄ δὲ τζῆ ᾿παιζα ἕνα δαgανίδι ᾿ς τὸ βυζὶ νὰ λιγωμαριˬαστῇ…

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/