δαγκανομύτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκανομύτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαγκανομύτης ὁ, Λεξ. Βλαστ., 362 δακ-αν-νομούτ-ης Κύπρ. δακ-αν-νομούτ-ας Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαγκάνω καὶ τοῦ οὐσ. μύτη.
Σημασιολογία
1) Ὁ χαμαιλέων, ὡς δαγκάνων, κατὰ τὴν παράδοσιν, την μύτην τῶν ἀνθρώπων Κύπρ.: ᾿Σ τὸ περ᾿βόλιν ἔνι ἕνας δακ-αν-νομούτ-ας, βλέπου μὲν σὲ πιˬάσῃ ᾿ποὺ τὴμ μούτ-ην. Συνών. δρεπανόρραχος, χαμολιˬός. 2) Ἐπιθετικ., ὁ δριμύς, ἐπὶ ἀνέμου Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν.: Βοριˬὰς δαγκανομύτης (ὁ οἱονεὶ δάκνων διὰ τῆς δριμύτητός του τὴν μύτην τῶν ἀνθρώπων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA