γρουμπὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουμπὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γρουμπὸς ἐπίθ. γρυπὸς Μακεδ. (Δεσκάτ.) γκρυμπὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Πήλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Βόιον Γαλατ. Δεσκάτ. Πελεκᾶν.) σγκρυμπὸς Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάνης, 17 σγκρυbός Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) γρουμπὸς Εὔβ. (Ἀνδρων. Στρόπον.) Θεσσ. Πελοπν. (Γορτυν. Σιβ.) Στερελλ. (Γραν. Ναύπακτ. Παρνασσ. Περίστ. Τριχων. Φθιῶτ. Φωκ.) σγουρουμπὸς Ἤπ. σγρουμπὸς Ἤπ. (Ἄρτ.) γκρύμπας Ἤπ. Θεσσ. Μακεδ. (Δεσκάτ.) γρούμπας Ἤπ. (Ραδοβύζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. γρυπός.
Σημασιολογία
Κυφός, κυρτός, καμπούρης ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶνι γκρυμπὸς αὐτὸς κὶ δὲν τοὺν θέλω γιˬ᾽ ἄντρα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Εἶνι γρουμπὸς οὑ καψαρὸς Στερελλ. (Γραν.) Οὑ γρουμπὸς εἶνι οὕλου σκυφτὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Ἄσ᾽ του λεύτιρου τοὺ κουρμί σ᾽, ἔτσ᾽ γρουμπός, φαίνισι σὰ γέρους αὐτόθ. Δυˬὸ γερόντους ποὺ κρατοῦσαν ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα χοντρὸ ραβδὶ καὶ στήριξαν ἀπάνω τὸ σγκρυμπὸ κορμί τους Χ. Χρηστοβασ., ἔνθ᾽ ἀν Καλὸ εἶναι αὐτὸ τὸ γομάρ᾽, μὰ ὀλίγο γκρυμπὸ Μακεδ. (Βογατσ.) Ἡ ραχιˬὰ τ᾽ βουιˬδιοῦ ἔ᾽ γρουμπὴ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) || Αἰνίγμ. Νιˬὸς γρουμπός, γέρος παλληκάρι (τὸ φυτὸν πτέρις, κοινῶς φτέρη) Πελοπν. (Γορτυν.) ᾽Φούντά ᾽μαν νιˬός, ἤμαν γρουμπός, ᾽φούντα γέρασα, ἴσιˬασα (Συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Θεσσ. Συνών. γομπιˬάρης, γομπίλος, γόμπιˬος, γομπίτης, γόμπος, γομπουλός, γρουμπιˬάρης, καμπούρης. β) Εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν ἐπαιτῶν, ὁ κομμουνιστὴς Στερελλ. (Περίστ.): Οὑ γκότ᾽ς γκλαβίζ᾽ γρουμπὸς (γκότ᾽ς = ὁ κύριος, τὸ ἀφεντικόν). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρυbὸ καὶ Γρυπὸ τὸ Ἤπ. (Πέρδικ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA