γρούντα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρούντα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρούντα ἡ, γκρούντα, Α. Ρουμελ. (Βοδεν.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Δαμασκ. Κοζ. Κοντσ. Λιμπίν.) γρούντα Ἁλόνν. Εὔβ. (Ψαχν.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) γρούdα Σάμ. γρούδα Ἐρεικ. Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ. Ξηροβούν. Πωγών. κ.ἀ.) - Ι. Βηλαρ Ποιήμ., 81 γουρούδα Ἤπ. (Κόνιτσ. Παραμυθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. grudα = σωρὸς, βῶλος. Ὁ τύπος γουρούδα συνεδέθη πρὸς τὸ τουρκ. gurur καὶ ἐτυπώθη ἐκ παραδρομῆς ὡς ἰδιαίτερον λῆμμα.

Σημασιολογία

1) Σφαιρικὸν τεμάχιον τυροῦ ἢ σακχάρεως ἢ ἅλατος κ.τ.ὅ. ἔνθ᾽ ἀν.: Μιˬὰ γρούδα τυρὶ Ἤπ. Ἔφαα μιˬὰ γρούδα τυρὶ καὶ χόρτασα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ ἀσκὶ ἦταν κὶ κάμπουσις γροῦδις τυρὶ αὐτόθ. Τό ᾽βγαλα κὶ τό ᾽δουκα μιˬὰ μιγά᾽ γρούδα τυρὶ ἀποὺ τ᾽ ἀσ᾽κὶ Ἤπ. (Κουκούλ.) Πηγαίνουν ᾽ς τὴ βρύσ᾽ κὶ ρίχνουν ἕνα κόλιˬαντου κὶ μιˬὰ γκρούντα τυρὶ (κόλιˬαντου = μικρὴ κουλλούρα ψωμιοῦ) Μακεδ. (Κοζ.) || Ποίημ. Σὲ δέντρο ἀπάνω ὁ κόρακας | ἐκάθησε ἀπετώντας ᾽ς τὴ μύτη του βαστῶντας | μιˬὰ γρούδα ἀπὸ τυρὶ Ι. Βηλαρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γρομπάλι 2, γρόμπος 2, γρομπούλι 2. 2) Κόμβος, θρόμβος, βῶλος Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Ἀνακάτιψι καλὰ τοὺ κουρκούτ᾽, γιˬὰ νὰ μὴ γένουν γροῦδις Ἤπ. (Κουκούλ.) Πβ. γρουντιˬάζω 1. Συνών. γρομπάλι 1, γρόμπος 1, γρομπούλι 1. 3) Μεταφ., πᾶν τὸ ἀμελῶς συνεστραμμένον εἰς σφαιρικὸν σχῆμα Ἐρεικ. κ.ἀ. Ἐγίνηκε γρούδα τὸ καπέλο σου (ἔγινε κουβάρι, τσαλακώθηκε πολύ) Ἐρεικ. β) Ἐπὶ ἐμψύχων, ἀνθρώπων καὶ ζώων, συσφίγγομαι συσπειρούμενος, κουλουριˬάζομαι Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Ξηροβούν. Πωγών. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.): Μαζώθηκε γρούδα ᾽ς τὸ στρῶμα ἀπὸ τὰ ρεματικὰ - ἀπὸ τὰ γεράματα Ζαγόρ. Τί πλάγιˬασες ἔτσι γρούδα; Πωγών. Ἡ γάττα κοιμᾶται γρούδα Ἰωάνν. Μ᾽ ἔμασι γρούδα ᾽ς τ᾽ν ἄκρ᾽ Δωδών. || Φρ. Ἔγινε - μαζώθηκε γρούδα (ἐκυρτώθη ὑπὸ τοῦ γήρατος ἢ ἐξ ἄλλης αἰτίας) Ζαγόρ. Συνών. φρ. μαζεύτηκε κουβάρι σωρός. Τὸν ἔφερε γρούδα (=τὸν ἐσκότωσε) Ξηροβούν. Μ’ ἔμασις γκρούντα τὴμ ψ᾽χή μ᾽ (= μὲ ἐστενοχώρησες) Σουφλ. 4) Μακρὰ κόμη ἤ χαίτη, ἀφέλεια, τούφα μαλλιῶν Ἁλόνν. Εὔβ. (Ψαχν.) Σάμ.: Τί διˬάολο τ᾽ ἄφ᾽σες τὰ μαλλιˬά σ᾽ ἔτσ᾽ γρούντα; Εὔβ. (Ψαχν.) Ἡ γρούdα αυτ᾽νοῦ τ᾽ ἀλουγοῦ εἶνι, νὰ μὴ βασκαθῇ, θαῦμα! Σάμ. Θὰ σὶ κόψου τ᾽ν ἀφέλεια σ᾽, τ᾽ν γρούντα σ᾽ Ἁλόνν. Δὲ bᾶς νὰ τ᾽νὶ κόψ᾽ς ᾽γά᾽ αὐτὴν τὴ γρούdα, κὶ δὲ bουρῶ νὰ σὶ βλέπου πλιˬά; Σάμ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρούντας Εὔβ. (Ἀλιβέρ.) Στερελλ. (Ἀλίαρτ.) Γρουντᾶς Ἀθῆν. Εὔβ. (Μαντούδ.) Στερελλ. (Ἀταλ. Λεβάδ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρούντζα Ἤπ. (Δωδών.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/