γρουσούζικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουσούζικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γρουσούζικα ἐπίρρ. Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Ἄρν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζικος.
Σημασιολογία
Ἀπαισίως, κατὰ τρόπον δυσοίωνον ἔνθ᾽ ἀν. : Ξεκουμπίσου ἀπὸ ᾽δῶ, πού ᾽ρχες πρωΐ πρωΐ, δευτεριˬάτικο, νὰ μὲ συγχύσῃς καὶ νὰ πάῃ ἡ ᾽βδομάδα γρουσούζικα! Ἰων. (Σμύρν.) Βαράει ἡ καμπάνα γρουσούζικα ἢ λυπητερὰ Πελοπν. (Ἄρν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA