γρουσουζλαμᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουσουζλαμᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γρουσουζλαμᾶς ἐπίθ. γουρσουζλαμᾶς Ἴμβρ. Μεγίστ. Σάμ. γουρσουσλαμᾶς Θεσσ. (Πήλ.) γρουσουζλαμᾶς Ἄνδρ. Ἰων. (Μπουρνόβ.) Μεγίστ. Προπ. (Μηχαν.) Σάμ. γρουσουλαμᾶς Μύκ. χρουσουλαμᾶς Μῆλ. ᾽ουρσουλαμᾶς Μακεδ. (Βλάστ.) γουρσουλεμὲς Ἀθῆν. Πειρ. γρουσουλεμὲς Ἀθῆν. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πειρ. γουρσουζελὲς Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. Ugursuzlama.
Σημασιολογία
1)Γρουσούζης 1, τὸ ὁπ. βλ., Ἀθῆν. Μεγίστ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) : Ἦρθε πρωτομηνιˬὰ ᾽ς τὸ σπίτι μου ὁ γρουσουλεμὲς κ᾽ ἔπεσα καὶ τσακὶστηκα Ἀθῆν. Πειρ. Ἀπ᾽ αὐτὸν τὸ γουρσουλεμὲ περιμένεις ποδαρικό; αὐτόθ. Τὶ ἔπιˬασε ᾽ς τὰ χέριˬα του αὐτὸς ὁ γουρσουλεμὲς καὶ δὲν τό ᾽σπασε; αὐτόθ. 2) Γρουσούζης 2β, τὸ ὁπ. βλ., Μύκ.: Εἶdα νά ᾽καμε ὁ γρουσουλαμᾶς; 3) Γρουσούζης 3, τὸ ὁπ. βλ. 4) Ὁ ἀνήθικος Μακεδ. (Βλάστ.) 5) Ὁ ὀργίλος Ἄνδρ. 6) Γρουσούζης 5, τὸ ὁπ. βλ., Σάμ. 7) Γρουσούζης 6, τὸ ὁπ. βλ.͵ Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA