γρουσουζοδουλε͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουσουζοδουλε͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρουσουζοδουλε͜ιὰ ἡ, Πελοπν. (Γαργαλ.) γουρσουζοδουλειˬὰ Κρὴτ. (Κίσ. κ.ἀ.) χρουσουζοδουλε͜ιὰ Πελοπν. (Γαργαλ.) χουζουδ᾽λει͜ὰ Στερελλ (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζης καὶ τοῦ οὐσ. δουλε͜ιά.

Σημασιολογία

1)Πρᾶξις τῆς ὁποίας ἡ ἐκτέλεσις θεωρεῖται ὅτι ἐπιδρᾷ δυσμενῶς εἰς τὴν ἔκβασιν διαφόρων ὑποθέσεων Κρὴτ. (Κίσ.) Πελοπν. (Γαργαλ.): Ἀρχίνησες πάλι μὲ τὶς γρουσουζοδουλειˬές σου. 2) Ραδιουργία Στερελλ. (Αἰτωλ): Τήρα μὴ σ᾽ φκειˬάσ᾽ κἀνιˬὰ χουζουδ᾽λειˬὰ αυτός. 3) Ἐργασία πρόχειρος ἄτακτος Κρήτ. (Κίσ.): Δὲ θέλω τσὶ γουρσουζοδουλειˬές τση, καλλιˬὰ νὰ κάμω τὴ bουγάδα μοναχή μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/