γρουσουζουλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρουσουζουλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρουσουζουλιˬὰ ἡ, γουρσουζ᾽λιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) γρουσουζ᾽λιˬὰ Ἁλόνν. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Δομοκ. Πολυνέρ.) Μεγαν. Στερελλ. (Σπάρτ.) γρουσουλιˬὰ Ἤπ. (Δερβίτσ.) χρουσουζουλιˬὰ Ἤπ. (Μαργαρίτ. Πάργ. Τσαμαντ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ᾽ουρσουζ᾽λιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.) - Δ. Βουτυρ., Εἴκοσι Διηγ. 2 χορζουζιλιˬὰ Ἤπ. χ᾽σουζ᾽λιˬὰ Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ουλιˬά:

Σημασιολογία

1)Γρουσουζιˬὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Διˬάκε ἡ κουκουβάγιˬα κ᾽ ἔκραξε ᾽ς τὸ κονάκι σου. κακὸ σημάδι. εἶναι χρουσουζουλιˬὰ Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Χρουσουζουλιˬὰ τό ᾽χει νὰ τοῦ περάσῃ μαῦρος γάττος ἀπὸ μπροστὰ τὸ πρωὶ ποὺ κινᾷ γιˬὰ ψάρεμα Ἤπ. (Πάργ.) Τοὺ φίδ᾽, οὑ λαγός, ἡ γάττα κιˬ οὑ παππᾶς, ἅμα τ᾽ς προυτουιˬδῇς τοὺ προυΐ, ἔχ᾽νι γρουσουζ᾽λιˬὰ Θεσσ. (Πολυνέρ.) Ὅταν λαλάῃ ἡ κόττα, εἶναι γρουσουλιˬὰ ᾽ς τὸ σπίτι Ἤπ. (Δερβίτσ.) Ἅμα σπάσ᾽ κατρέφτ᾽ς, εἶνι γρουσουζ᾽λιˬὰ Ἁλόνν. Δὲν εἶδις ᾽ουρσουζ᾽λιˬὰ φέτους, νὰ μᾶς ἀπουρρίξουν τόσα γίδιˬα! Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἅμα τοὺν βρῶ αὐτὸν μπρουστά μ᾽, τό ᾽χου μιγά᾽ ᾽ουρσουζ᾽λιˬὰ αὐτόθ. Δὲν gά᾽ νὰ τοὺ κρύψῃς, εἶνι γουρσουζ᾽λιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) 2) Κακοτυχία, ζημία Ἤπ. (Ζαγόρ.) - Δ. Βουτυρ., ἔνθ᾽ ἀν.: Μιγά᾽ Παρασκευή, νὰ μὶ κά᾽ τέτο͜ια ᾽ουρσουζ᾽λιˬά! Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/