δάγκουσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάγκουσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δάγκουσα ἡ, ἐνιαχ. δάg᾿σα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέματος τοῦ ρ. δαγκῶ, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δαγκάζω, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ουσα. Ὁ σχηματισμὸς κατὰ τὰ συνών. φάγουσα, χάσκουσα Πβ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 121 καὶ Ἄνθ. Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1924), 184 - 185.
Σημασιολογία
Ἡ νόσος φαγέδαινα ἔνθ᾿ ἀν.: Νὰ βγά᾿ς τ᾿ δάg᾿σα ᾿ς τοὺ στόμα! (ἀρὰ) Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. φάγουσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA