δαγκωμασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαγκωμασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαγκωμασιˬὰ ἡ, Λεξ. Γαζ. δαγκωμασὰ Πελοπν. (Τριφυλ.) δαγκουμασιˬὰ Στερελλ. (Ὑπάτ.) δακωμαὰ Σκῦρ. δακουμασιˬὰ Θεσσ. (Ἀνατολ. κ.ἀ.) δακουμουσιˬιὰ Θεσσ. δαγκαμουσιˬὰ Μακεδ. (Θεσσαλον.)

Ετυμολογία

Ἐκ συμφυρμοῦ τῶν οὐσ. δάγκωμα καὶ δαγκωσιˬά. Πβ. Α. Τζαρτζάν., Θεσσαλ. διὰλ., 85. Ὁ τύπ. δαγκαμουσιˬὰ ἐξ ἀντιμεταθέσεως τῶν φωνηέντων ου καὶ α. Ὁ τύπ. δακουμουσιˬὰ διὰ προχωρητικὴν ἀφομοίωσιν.

Σημασιολογία

1) Δάγκαμα 1, τὸ ὁπ. βλ., Θεσσ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Ὑπάτ.): Μὲ δάκωσε τσαὶ δὲς τὶ δακωμασὰ μοῦ ᾿κανε! Σκῦρ. Τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἀρχίνησε ᾿ς τὶς δαγκωμαὲς Τριφυλ. Συνών. βλ. εἰς λ. δάγκαμα 1. 2) Ὁ βλωμός, ἡ μπουκκιὰ Θεσσ. (Ἀνατολ.) - Λεξ. Γαζ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαγκαμασιˬὰ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/