δαγκωνιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαγκωνιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἐπίθ. Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 137 Θηλ. δαγκωνιˬαριˬὰ Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 6 (1894), 18 δακωνιαριὰ Γ. Χατζιδ., ἔνθ᾿ ἀν. Οὐδ. δαγκωνιˬάρικο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. δαγκουνιˬάρ᾿κου Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαγκωνιˬὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιάρης. Διὰ τοὺς τύπους δαγκωνιˬαριˬὰ καὶ δακωνιˬαριˬὰ βλ. Γ. Χατζιδ., ἔνθ᾿ ἀν.
Σημασιολογία
Δαγκανιˬάρης 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Τοὺ σκ᾿λλὶ εἶνι δαγκουνιˬάρ᾿κου Στερελλ. (Ἀράχ.) || Παροιμ. Τὸ δαγκωνιˬάρικο σκυλλὶ δὲ γαβγίζει (ὁ ὕπουλος ἄνθρωπος δρᾷ ἀθορύβως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Ἀσμ. Ἔβγα ἥλιˬε νὰ λιˬαστῶ | καὶ κουλλούριˬα σοῦ βαστῶ κ᾿ ἕνα γάιδαρο κουτσὸ | κ᾿ ἕνα σκύλλο δαγκωνιˬάρη Μ. Λελέκ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. δαγκανιˬάρης 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA