γρυλλαφτιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρυλλαφτιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρυλλαφτιˬάζω ἀμάρτ. γουρλαφθιˬάζω Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ συμφυρμοῦ τῶν ρ. γρυλλώνω καὶ ἀφτιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Τείνω τὸ οὖς, διὰ ν᾽ ἀκούσω καλῶς. Συνών. ἀφτιˬάζω 1, τρουλαφτιˬάζω, τσουλαφτιˬάζω. 2) Ὀρθώνω τὰ ὦτα, ἐπὶ ὄνου. Συνών. ἀφτιˬάζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA