γρυλλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρυλλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρυλλιˬάζω (Ι) ἀμάρτ. γρυλλιˬάζ-ζω Σύμ. γρυλλιˬάτζω Σύμ. γρυλλιˬάζου Ἤπ. (Πάπιγκ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Τῆν. γκυρλιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) γκρυλιˬάζου Ἤπ.-Λεξ. Ἠπίτ. ἀγρυλλιˬάζου Τῆν. γκουρλιˬάζου Θεσσ. (Κρυόβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρύλλης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιάζω.
Σημασιολογία
1)Ἀνοίγω ὑπερβολικῶς τοὺς ὀφθαλμοὺς Σύμ. Τῆν. Συνών. γρυλλίζω 1, γρυλλώνω Α1. 2) Ἐξαγριοῦμαι Τῆν. 3) Ἀποπνίγω τινὰ διὰ τῶν χειρῶν ἢ διὰ τῆς ἀγχόνης Ἤπ. - Λεξ. Ἠπίτ. Συνών. γρυλλώνω Β2. β) Φονεύω Ἤπ. (Πάπιγκ.) : Τοὺν γρύλλιˬασαν κὶ τοὺν ἄφ᾽σαν ᾽ς τοὺ δρόμου. 4)Πάσχω ἐκ λαρυγγίτιδος ἢ ἄλλης παρομοίας ἀσθενείας προκαλούσης βῆχα Θεσσ. (Κρυόβρ.) 5) Ἐπὶ αἰγῶν, κοιμοῦμαι Θρᾴκ. (Μυριόφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA