δάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δάδα ἡ, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. δᾴς.

Σημασιολογία

Ἡ δάς, ἡ λαμπάς: Κοκκινωπὲς οἱ φλόγες ἀπὸ τὶς δάδες ποὺ κρατοῦν οἱ Ὑμέναιοι. Θέλω τὴ δάδα σου νὰ σβήσω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/