δαδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαδάκι τό, Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ. 614, -- Λεξ. Βλαστ. 449, Πρω. Δημητρ. δαδάκ᾿ Εὔβ. (Ἄκρ. Πήλ. Ψαχν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. δαδὶ διὰ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι

Σημασιολογία

Τὸ μικρὸν τεμάχιον δαδίου Εὔβ.(Ἄκρ. Πήλ. Ψαχν. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Πάρε δυˬὸ δαδάκιˬα μαζὶ σ᾿ νὰ dά ᾿χουμι γιˬὰ προυσάναμμα Ἄκρ. Φέρι μ᾿ ἕνα δαδά᾿ νὰ dοὺ πιλικήσου λίγον, γιˬὰ νὰ ξύσου τὰ δόντια μ᾿ αὐτόθ. β) Τὸ χόρτον Λιθόσπερμον τὸ ζάνειον(Lithospermum zahnii), τῆς οἰκογ. τῶν Τραχυφυλλιδῶν (Boraginaceae) πιθανῶς ἐκ τοῦ εὐφλέκτου αὐτοῦ ὡς φρυγανώδους Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ. 614, Βλαστ., 449.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/