γρυλλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρυλλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρυλλίζω (ΙΙ) Κρήτ. (Κίσ.) Πόντ. (Ἴμερ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) -- Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. Θεσσαλ. 41 - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γρουλίζω Κεφαλλ. γρουλίζου Σάμ. γουρλίζω Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πελοπν. (Ἀνώγ. Δαιμον. Μανιάκ. Πιάν. Παλαιοχ.) γουρλίζου Δαρδαν. Εὔβ. (Γραμπ.) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Βαμβακ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. γουρλίζουρ ἔνι Τσακων. γκουρλίζω Πελοπν. (Βλαχοκερ. Γορτυν. Κυνουρ. Σουδεν. - Π. Γενναδ., Γεωργ. γλωσσ. 13 - Λεξ. Ἠπίτ. Δημητρ. γκουρλίζου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Στρόπον. Ψαχν.) Ἤπ. Θεσσ. (Γερακάρ. Μελιβ. Καλαμπάκ.) Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Βόιον Βρία Γρεβεν. Δεσκάτ. Μοσχοπόταμ. Ρυάκ. Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Λεπεν. Φθιῶτ. Φωκ.) σγκουρλίζου Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Δαμασκ. Πεντάλοφ.) gουρ-ρίζω Καλαβρ. (Μπόβ.) γκουρλάου Πελοπν. (Σκορτσιν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ρ. γρυλλίζω.
Σημασιολογία
1)Ἐκβάλλω γρυλλισμόν, φωνὴν ὁμοίαν πρὸς τὴν τοῦ χοίρου κυρίως, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν τοῦ κυνός, λύκου ἢ λέοντος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Πραστ.): Γουρλίζ᾽ τὸ γουρού᾽ Μακεδ. (Βόιον) Τί γκουρλίζ᾽ τοὺ γ᾽ρού᾽; Θεσσ. Ὅταν σκάβ᾽ τοὺ γουρού᾽, γουρλί᾽ Θεσσ. (Βαμβακ.) Τὸ γουρούνι πεινάει κιˬ οὕλο γκουρλίζει Πελοπν. (Βλαχοκερασ.) Δῶσ᾽ ᾽ς τοὺ γ᾽ρού᾽ τὰ πλύματα, γιˬατὶ γκουρλίζ᾽ Μακεδ. (Βρία) Μᾶς πῆρι τ᾽ ἀφτιˬὰ τοὺ γ᾽ρού᾽ σγκουρλίζουντας Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Ἅμα βουρίσουν, σγκουρλίζουν κὶ χαλνοῦν τοὺ κουμάσ᾽ (βουρίσουν = τρέξουν ὁρμητικῶς, ἐνν. τὰ γουρούνια) Μακεδ. (Δαμασκ.) Ἅμα γκουρλίζ᾽νι τὰ γ᾽ρούνια, θ᾽ ἀλλάξ᾽ οὑ κιρὸς Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ἅμα θὰ γί᾽ σεισμός, τὰ σκυλλιˬὰ γουρλίζ ᾽νε Δαρδαν. Μὲ τ᾽ μουτσούνα γκουρλίζ᾽ τοὺ γ᾽ρού᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ) Τσ᾽ ἔσ᾽ ἔχου ἐκιˬοὺ τσ᾽ ἔσ᾽ γουρλίζου; (τί ἔχεις ἐσὺ καὶ γρυλλίζεις;) Πραστ. Ὁ σκύλλον ἐρχίνεσεν νὰ γρυλλίζῃ, θ᾽ ἁρπάῃ σε Χαλδ. Τὸ λιˬοντάρ᾽ γουρλίσ᾽κε τρεῖς φορὲς καὶ μαζωχτήκανε χιλιˬάδες λιˬοντάρια (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) || Παροιμ Τοὺ γ᾽ρού᾽ πουτὲ δὲ βιλάζ᾽, πάντα γρουλίζ᾽ (ἡ πονηρὰ φύσις δὲν μεταβάλλεται) Σάμ. Συνών. γρούζω, σκούζω. β) Κρώζω, ἰδίᾳ ἐπὶ περιστερῶν Ἤπ. Κεφαλλ. : Τὸ περιστέρι γρουλίζει Κεφαλλ. γ) Φλυαρῶ Μακεδ. (Βλάστ.) 2) Γουργουρίζω, παράγω εἰδικὸν ἦχον, βορβορυγμόν, ἐπὶ τῶν ἐντέρων Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ψαχν.) Ἤπ. Πελοπν. (Γορτυν. Κυνουρ. Μανιάκ. Οἰν.) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τσακων. (Πραστ.) - Λεξ. Δημητρ.: Θὰ κρύουσις, γκουρλίζ᾽νι τ᾽ ἄντερά σου Εὔβ. (Στρόπον.) ᾽Πὸ τὸ μεσημέρ᾽ κ᾽ ὕστερα γκουρλίζ᾽νε τ᾽ ἄντερά μ᾽ Ἤπ. Γουρλίζ ᾽ ἡ κοιλιˬά μ᾽ αὐτόθ. Γκουρλίζουνε τ᾽ ἄντερά του καὶ δὲν ἤξερα τί ᾽ναι Κυνουρ. Νιˬάε οῦρ εἶνι γουρλίζουντα τ᾽ ἄντερά σ᾽ (ἄκου πῶς γουργουρίζουν τ᾽ ἄντερά του) Πραστ. || Φρ. Γουρλίζουν τ᾽ ἄντερά (πεινᾷ, εἶναι πτωχὸς) Γορτυν. || Αἴνιγμ.: Μούλα φορτωμένη, γουρλίζουν τ᾽ ἄντερά της (τό σπίτι) Μανιάκ. Συνών. γουργουρίζω. 3) Δυστροπῶ, μεμψιμοιρῶ, παραπονοῦμαι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) -Λεξ. Μπριγκ Δημητρ. Συνών. γκρινιˬάζω, μουρμουρίζω. Ἡ σημασ. καὶ Βυζαντ. Προκοπ. Ἀνέκδ. 17 (ἔκδ. Βόννης, 100, 21-22): «βασιλεὺς δὲ κλάειν τε καὶ ὀδύρεσθαι τὸν ἀπολωλότα σκηπτόμενος, καθῆστο γρυλλίζων». 4) Ἐμποδίζω τινὰ ἀπό τινος πράγματος ἐκ φθόνου ἢ μίσους Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) 5) Ἐφορμῶ μετὰ γρυλλισμῶν Πόντ. (Σταυρ.): Ἐγρύλ᾽τσεν ἀπάν᾽ ἔμουν ὁ λύκον (ἐφώρμησεν ἐναντίον μας μετὰ γρυλλισμῶν ὁ λύκος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA