γρυλλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρυλλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρυλλίζω (Ι) Κρήτ. (Ἀποκόρ. Σφακ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Σίφν. Σῦρ. γρυλ-λίντζω Σίφν. γκρυλλίζω Ἐρεικ. Παξ. γκουρλίζω Πελοπν. (Τσιτάλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρύλλης.

Σημασιολογία

1) Ἀνοίγω ὑπερβολικὰ τοὺς ὀφθαλμούς ἐξ ὀργῆς, φόβου ἢ ἐκπλήξεως Ἐρεικ. Κρήτ. (᾽Αποκόρ. Σφακ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Σίφν. Σῦρ.: Εἶdα γρυλλίζεις ἐτσὰ καὶ μὲ θωρεῖς; Ἀποκόρ. Ἐγκρύλλισε τὰ μάτιˬα ἀπὸ τὸ κακό του Ἐρεικ. Χωρὶς τίοτα γρυλλίζει τὰ μάθιˬα του καὶ μὲ κόβγει τὸ αἷμα νὰ τὸν ἀξανάω Ἀπύρανθ. Ἐγρύλλισε τὰ μάθιˬα dου κ᾽ ἤτονε φόβος καὶ τρόμος αὐτόθ. Τί γρυλλίζεις, δὲ σ᾽ ἀρέσει ἡ κουβέdα πού ᾽πα; Πάρ. Σῦρ. Συνών. γρυλλώνω Α1. 2)Περιστρέφω τοὺς ὀφθαλμούς ὡς ἠλίθιος, βλέπω βλακωδῶς Παξ.: Γρυλλίζει τὰ μάτιˬα του καὶ φέρνει τσὶ κόρες ᾽ς τὶς ἄκρες. 3) Ἀποπνίγω, φονεύω, ἐξοντώνω Πελοπν. (Τσιτάλ.) β) Κατεδαφίζω Πελοπν. (Τσιτάλ.) Πρέπει νὰ γκουρλίσωμε τὸ παλιˬόσπιτο αὐτόθ. || Παροιμ. : Ἡ ὁμόνοια φκειάχνει σπίτι κ᾽ ἡ διχόνοια τὸ γκουρλίζει

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/